- γαστροιΐς
- γαστροιΐς, ίδος, ἡ, = foreg., Pherecr. 143.5 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαστροιίδας — γαστροιίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)